μπουρίνα

μπουρίνα
η (Μ μπουρίνα και μπορίνα)
ναυτ.
1. σχοινί με το οποίο πλαγιάζουν τα τετράγωνα ιστία τών ιστιοφόρων, για να δέχονται τον αντίθετο άνεμο, αλλ. πλαγιαστήρας
2. φρ. «αρμενίζω τόκα μπουρίνα» ή «αρμενίζω στην (τόκα) μπουρίνα» — πλέω την εγγυτάτη ιστιοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. burina «πλαγιαστήρας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • ιστιοπλοΐα — Η πλεύση με ιστιοφόρο σκάφος. Υπάρχουν διάφορα είδη πλεύσεων, κυριότερα από τα οποία είναι: α) με τον καιρό στα πρίμα ή πρίμα (ουριοδρομία), όταν ο άνεμος πνέει ακριβώς από την πρύμνη κατά τη διεύθυνση της καρένας ή γενικά από την πρύμνη… …   Dictionary of Greek

  • εγγύτατος — Η έννοια απαντά στη θεωρία των καμπυλών και των επιφανειών (διαφορική γεωμετρία). Αν Γ είναι μία καμπύλη στον τρισδιάστατο χώρο και Μ ένα σημείο της, F είναι μία οικογένεια καμπυλών (είτε επιφανειών) του χώρου με κοινό τους σημείο το Μ, και η Γ… …   Dictionary of Greek

  • μπορίνα — μπορίνα, ἡ (Μ) βλ. μπουρίνα …   Dictionary of Greek

  • μπουρινάρω — 1. ναυτ. τραβώ τους πλαγιαστήρες ισχυρά για να πλεύσω εγγύτατα 2. (ως απρόσ.) μπουρινάρει επέρχεται κακοκαιρία, προμηνύεται λαίλαπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την πρώτη σημ. < μπουρίνα, ενώ με τη δεύτερη < μπουρίνι] …   Dictionary of Greek

  • πλαγιαστήρας — ο, Ν ναυτ. πρόσθετο σχοινί με το οποίο εκτείνεται ένα ιστίο έτσι ώστε να δέχεται τον άνεμο με τον πιο επωφελή τρόπο, αλλ. μπουρίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαγιάζω + επίθημα τήρ (πρβλ. σιγασ τήρ). Η λ., στον λόγιο τ. πλαγιαστήρ, μαρτυρείται από το 1858… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”